Η οικογένεια είναι η πρώτη ομάδα που μας δίνει τη δυνατότητα να καλύψουμε τη βασικότερη, ίσως, ανάγκη μας, δηλαδή το αίσθημα του «ανήκειν». Μέσα σε αυτή, κάθε μέλος τείνει να αναλαμβάνει κάποιο ρόλο. Ο ρόλος των γονέων έγκειται, κυρίως, στο να προστατεύουν τα παιδιά και να διαφυλάττουν την καλή λειτουργία της οικογένειας. Ο ρόλος των παιδιών αφορά στο να απολαμβάνουν αυτή την ασφάλεια και να ακολουθούν κάποια όρια, ώστε να τη διατηρήσουν.
Ωστόσο, για διάφορους λόγους, δεν ακολουθούν όλες οι οικογένειες το προαναφερόμενο πρότυπο. Έτσι, βλέπει κανείς οικογένειες με παιδιά που αναλαμβάνουν τον ρόλο του γονέα ή οικογένειες, όπου κάποιο μέλος παρουσιάζει κάποιο οργανικό ή ψυχολογικό πρόβλημα. μονογονεϊκές οικογένειες, οικογένειες με μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρήσης ουσιών, πένθος, χρόνιες ασθένειες, δυσλειτουργικές σχέσεις κ.ο.κ.
Όλοι αυτοί και πολλοί ακόμη λόγοι είναι πιθανό να διαταράξουν τη λειτουργία της οικογένειας και να αναγκάσουν το κάθε μέλος να αναλάβει κάποιο ρόλο που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα του αναλογούσε.
Όσο μεγαλώνουν και οι μεν και οι δε, παρότι οι ρόλοι αυτοί μεταμορφώνονται, το περιεχόμενό τους, κατά βάση, δεν αλλάζει πολύ… π.χ. ο υπερπροτατευτικός γονέας, κατά πάσα πιθανότητα, θα παραμείνει έτσι ακόμη και αν το παιδί του αγγίζει τα 50 έτη… Αντίστοιχα, το παιδί που τείνει προς την εξάρτηση, θα διατηρεί αυτή την εξάρτηση ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του με συνειδητούς ή ασυνείδητους τρόπους.
Η τάση για διατήρηση των ρόλων, έχει ένα σκοπό: την ομοιόσταση της οικογένειας. Με άλλα λόγια, τα μέλη τείνουν να εμμένουν σε μία κατάσταση, όσο δυσλειτουργική και αν είναι, διότι έτσι αισθάνονται ότι κρατούν τη συνοχή της οικογένειας και άρα παρεμποδίζουν τη διάλυσή της.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται να παρέμβει η θεραπεία οικογένειας. Τα πιο διαδεδομένα μοντέλα οικογενειακής θεραπείας είναι το συστεμικό, το αναλυτικό και το επικοινωνιακό.
Επιγραμματικά, το αναλυτικό μοντέλο αξιώνει ότι η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη εξαρτάται από τον τρόπο που το άτομο σχετίζεται με τους άλλους. Ως εκ τούτου, κατά τη θεραπευτική παρέμβαση, μελετάται η ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και ό, τι αυτές ενδέχεται να συμβολίζουν για το άτομο. Η συστεμική θεώρηση αντιλαμβάνεται την οικογένεια ως ένα σύστημα και εστιάζει στη διερεύνηση του τρόπου λειτουργίας αυτού του συστήματος. Το επικοινωνιακό μοντέλο επικεντρώνεται στον εντοπισμό των δυσλειτουργικών μοντέλων επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας.
Δεδομένου ότι η οικογένεια είναι ένα δυναμικό σώμα, κρίνεται σκόπιμη η συνθετική θεώρησή της, σε αντίθεση με κάποια μονοδιάστατη θεραπευτική παρέμβαση. Με άλλα λόγια, στο παρόν πλαίσιο, προσωπικά, επιχειρώ να λειτουργήσω υπό το θεραπευτικό πρίσμα που συνθέτει τις αρχές και τις θεραπευτικές τεχνικές των τριών προαναφερόμενων μοντέλων οικογενειακής θεραπείας.
Στόχος είναι να εντοπίσουμε τους ρόλους που έχει αναλάβει κάθε μέλος της οικογένειας, να διερευνήσουμε τι είδους οφέλη προκύπτουν από την υιοθέτησή τους, ποιες εσωτερικές ανάγκες εξυπηρετούνται και πώς μπορούν οι ρόλοι αυτοί να αποκατασταθούν ώστε να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών και η ζωή της οικογένειας.
Για να επιτευχθεί αυτό, η θεραπεία οικογένειας επιτελείται σε ένα σύνολο συνεδριών με συχνότητα μία φορά την εβδομάδα και διάρκεια μιάμιση ώρα ανά συνεδρία. Θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό να παρευρίσκονται σε κάθε συνεδρία όλα τα μέλη της πυρηνικής οικογένειας (δηλαδή οι γονείς και τα παιδιά). Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου κάποιο μέλος αρνείται έντονα να ενταχθεί στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, η ψυχοθεραπεία μπορεί να ακολουθηθεί από τα υπόλοιπα μέλη